Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Ο Αντώνης υπήρξε το μαγικό κουτί της εφηβείας μου...

ο μεγαλύτερος φίλος που έδινε σχήμα στα ερωτήματα και υπόσταση στις απορίες ένα φωτεινό πρόσωπο που έσφιζε από ζωή- τόσο πληθωρική, ώστε να κάνει πιο βαρύ το ακατανόητο… Τον γνώρισα στο σπίτι στη Θεμιστοκλέους 98, ένα τριώροφο νεοκλασικό, με πόρτα διάπλατα ανοιχτή σ’ όποιον ήθελα να τη διαβεί- αυτή την ίδια πόρτα, που, χτισμένη σήμερα, φραγμένη με τσιμεντόλιθους, σφραγίζει με μια χειρονομία οριστική τον μαρασμό μιας εξαίσιας ανθοφορίας, που έλαμψε για λίγο εκθαμβωτικά κι ύστερα έσβησε για πάντα. Όσα ζήσαμε δεν μένουν φυλακισμένα στη στιγμή τους, μας ακολουθούν, μπερδεύονται στα πόδια μας, μας τραβούν απ’ το μανίκι. Υπάρχουν αινίγματα που δεν βρήκαν πρόσωπο και έτσι δεν μπορούν να γίνουν παρελθόν. Αίνιγμα ήταν ο Αντώνης, όσο κι αν τον νομίζαμε διάφανο, ευανάγνωστο.

Τον θυμάμαι να ασθμαίνει, πασχίζοντας να συμφιλιώσει τον βιοπορισμό με την τέχνη του, θυμάμαι εκείνο το «δεν προλαβαίνω» που κραύγαζε κάθε τόσο, κι εμείς ,όλοι εμείς, που απρόσκλητοι και όμως καλοδεχούμενοι, λαίμαργοι για τον δικό του χρόνο, ανενδοίαστοι ξοδευτές του, στριμωχνόμαστε στο εργαστήρι του, για να γευτούμε κάτι από το θαύμα που εγκαθιστούσε γύρω του, το ακούγαμε σαν ένα ακόμη από τα πολλά του αστεία, θυμάμαι τα νευρικά του δάκτυλα να σφίγγουν το μολύβι και να καλπάζουν στο χαρτί (γιατί έγραφε πολύ, όλες τις ώρες, μόνος και πλάι στους πολλούς, πασχίζοντας να στριμώξει σε λέξεις το ανείπωτο), θυμάμαι το γέλιο του και τα συλλογισμένα του μάτια.


Τον θυμάμαι στην έκρηξη του κεφιού, να μασκαρεύεται αλλάζοντας- η ανατροπή της τάξης τον έθελγε- τον θυμάμαι να ξεδιπλώνει ιστορίες για το όρος, καθώς ανάδευε στο τσουκάλι τη φακή «όπως τη φτιάχνουν οι γέροντες», τον θυμάμαι πάνω σε κείνη την παλιά του BMW, που η μηχανή της τραγουδούσε όπως οι βαρκούλες του νησιού του, τον θυμάμαι να στήνει ολόκληρες παραστάσεις στους δρόμους μαζί με τον Γρηγόρη Σεμιτέκολο. Θυμάμαι τον μοναδικό του τρόπο να παρατηρεί, να οικειοποιείται και να απολαμβάνει τις απροσδόκητες συναντήσεις, τους ανοίκειους συσχετισμούς. Να πλέκει σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο- βίωμα , όραμα, πόθους, να αυτοσαρκάζεται και να αυτοαναιρείται, τη στιγμή ακριβώς που συγκατένευε στη δημιουργία.


Ο Αντώνης, στο λίγο που διάλεξε να ζήσει, έμοιαζε να ακολουθεί τη συνταγή του Πίκο ντε λα Μιράντολα : να μην είναι ούτε ουράνιος ούτε γήινος, ούτε θνητός, ούτε αθάνατος. Θέλησε να είναι εκπαιδευτής και κύριος του εαυτού του, για να του δώσει τη μορφή που ο ίδιος επιθυμούσε. Κι αυτή η μορφή πήζει στη μνήμη κι επιστρέφει, σαν να μην έφυγε ποτέ, μόνο που δύσκολα χωράει στις φτωχές μας λέξεις.



Κατερίνα Σχοινά 1998


3 σχόλια:

kostakis είπε...

μπραβο σε οσους θυμούνται ένα τόσο ξεχωριστό άνθρωπο.

Nefelli είπε...

Τον Αντώνη προσωπικά δεν τον γνώρισα.. δυστυχώς δεν τον πρόλαβα.
Τον γνώρισα πριν μερικά χρόνια από μια εκδήλωση του Πλατύφορου στη Ζάκυνθο, από τις γραφές του, τα έργα του, τις αναφορές φίλων του.
Τον έχω κατατάξει στην κατηγορία των ιδιαίτερων ανθρώπων που άγγιξαν μ' ένα μαγικό τρόπο το μέσα μου.
Χαίρομαι που από εδώ, θα τον γνωρίσουν κι άλλοι.
Καλή συνέχεια

gaidara είπε...

Θα ήθελα να τον γνωρίσω...